Δικαιώνω στα τούρκικα
Μετάφραση: δικαιώνω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
haklı çıkarmak, haklı, haklı göstermek, meşrulaştırmak, doğrulamak
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δικαιώνω
διακρίνω αγγλικά, διακρίνω συνώνυμο, διακρίνω συνώνυμα, διακρίνω english, δικαιώνω λεξικό γλώσσας τούρκικα, δικαιώνω στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- δικαιολογώ στα τούρκικα - bahane, mazeret, bir bahane, özür, mazereti
- δικαιοσύνη στα τούρκικα - hak, yargıç, adalet, Justice, adaleti, adaletin, yargı
- δικανικός στα τούρκικα - adli, adli tıp, Forensic, Adlî
- δικαστήριο στα τούρκικα - saray, motel, avlu, mahkeme, mahkemesi, kortu, mahkemenin
Τυχαίες λέξεις
Δικαιώνω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: haklı çıkarmak, haklı, haklı göstermek, meşrulaştırmak, doğrulamak
Μεταφράσεις: haklı çıkarmak, haklı, haklı göstermek, meşrulaştırmak, doğrulamak