Δικαιώνω στα ολλανδικά

Μετάφραση: δικαιώνω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
rechtvaardigen, verantwoorden, te rechtvaardigen, rechtvaardiging, rechtvaardigt
Δικαιώνω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δικαιώνω

διακρίνω αγγλικά, διακρίνω συνώνυμο, διακρίνω συνώνυμα, διακρίνω english, δικαιώνω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, δικαιώνω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • δικαιολογώ στα ολλανδικά - rechtvaardigen, excuus, verontschuldiging, voorwendsel, excuus om, verontschuldigen
  • δικαιοσύνη στα ολλανδικά - billijkheid, rechter, gerechtigheid, richter, justitie, rechtvaardigheid, rechtspleging, ...
  • δικανικός στα ολλανδικά - gerechtelijk, forensische, forensisch, gerechtelijke, de forensische
  • δικαστήριο στα ολλανδικά - huldebetoon, hulde, gerechtshof, rechtbank, gerechtsgebouw, erf, eerbetoon, ...
Τυχαίες λέξεις
Δικαιώνω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: rechtvaardigen, verantwoorden, te rechtvaardigen, rechtvaardiging, rechtvaardigt