Δικαιώνω στα εσθονικά

Μετάφραση: δικαιώνω, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
õigustama, põhjendama, õigustada, põhjendada, õigusta
Δικαιώνω στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δικαιώνω

διακρίνω αγγλικά, διακρίνω συνώνυμο, διακρίνω συνώνυμα, διακρίνω english, δικαιώνω λεξικό γλώσσας εσθονικά, δικαιώνω στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • δικαιολογώ στα εσθονικά - õigustama, vabandus, vabandust, ettekäändena, vabanduseks, vabandusena
  • δικαιοσύνη στα εσθονικά - nägusus, õigusemõistmine, õiglus, heledanahalisus, õigluse, õigusel rajaneva, õigusel rajanev ala, ...
  • δικανικός στα εσθονικά - kohtulik, kohtu-, kohtuekspertiisi, kriminalistika, kohtumeditsiini, kohtumeditsiinilise
  • δικαστήριο στα εσθονικά - vahekohus, kurameerima, mänguväljak, õukond, tribunal, kohus, kohtu, ...
Τυχαίες λέξεις
Δικαιώνω στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: õigustama, põhjendama, õigustada, põhjendada, õigusta