Δωσιδικία στα βουλγαρικά
Μετάφραση: δωσιδικία, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
отговорност, компетентност, юрисдикция, компетентността, юрисдикцията
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δωσιδικία
δωσιδικία λεξικό, δωσιδικία εργατικών διαφορών, δωσιδικία αδικοπραξίας, δωσιδικία δικηγόρων, δωσιδικία της συνάφειας, δωσιδικία λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, δωσιδικία στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- δωροληψία στα βουλγαρικά - продажност, подкупност, продажността, користолюбива подбуда, користолюбива постъпка
- δωσίλογος στα βουλγαρικά - сътрудници, сътрудниците, сътрудниците си, сътрудниците на
- δόγμα στα βουλγαρικά - догмат, доктрина, учение, учението, доктрината
- δόκιμος στα βουλγαρικά - ученик, кадет, кадет на, курсант, юнкер, кадетска
Τυχαίες λέξεις
Δωσιδικία στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: отговорност, компетентност, юрисдикция, компетентността, юрисдикцията
Μεταφράσεις: отговорност, компетентност, юрисдикция, компетентността, юрисдикцията