Δωσιδικία στα ολλανδικά

Μετάφραση: δωσιδικία, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aansprakelijkheid, schuldenlast, jurisdictie, rechtsgebied, rechtsbevoegdheid, bevoegdheid, rechtsmacht
Δωσιδικία στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δωσιδικία

δωσιδικία λεξικό, δωσιδικία εργατικών διαφορών, δωσιδικία αδικοπραξίας, δωσιδικία δικηγόρων, δωσιδικία της συνάφειας, δωσιδικία λεξικό γλώσσας ολλανδικά, δωσιδικία στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • δωροληψία στα ολλανδικά - omkoopbaarheid, veilheid, venality, corruptie
  • δωσίλογος στα ολλανδικά - toerekenbaar, aansprakelijk, verantwoordelijk, collaborateurs, medewerkers, bijdragers, de medewerkers
  • δόγμα στα ολλανδικά - leer, doctrine, leerstelling, de leer, leer van
  • δόκιμος στα ολλανδικά - leerjongen, cadet, kadet, de Kadet, Kadet van, van de Kadet
Τυχαίες λέξεις
Δωσιδικία στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: aansprakelijkheid, schuldenlast, jurisdictie, rechtsgebied, rechtsbevoegdheid, bevoegdheid, rechtsmacht