Δωσιδικία στα ουγγρικά
Μετάφραση: δωσιδικία, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kötelezettség, tehertétel, teher, igazságszolgáltatás, joghatósága, joghatóság, joghatósággal
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δωσιδικία
δωσιδικία λεξικό, δωσιδικία εργατικών διαφορών, δωσιδικία αδικοπραξίας, δωσιδικία δικηγόρων, δωσιδικία της συνάφειας, δωσιδικία λεξικό γλώσσας ουγγρικά, δωσιδικία στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- δωροληψία στα ουγγρικά - megvásárolhatóság, megvesztegethetőség
- δωσίλογος στα ουγγρικά - együttműködők, kollaboránsok, munkatársai, együttműködő, munkatársak
- δόγμα στα ουγγρικά - tantétel, doktrina, elmélet, doktrína, tana, tant
- δόκιμος στα ουγγρικά - tanonc, kadét, Cadet, a Cadet, hadapród
Τυχαίες λέξεις
Δωσιδικία στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: kötelezettség, tehertétel, teher, igazságszolgáltatás, joghatósága, joghatóság, joghatósággal
Μεταφράσεις: kötelezettség, tehertétel, teher, igazságszolgáltatás, joghatósága, joghatóság, joghatósággal