Δωσιδικία στα εσθονικά
Μετάφραση: δωσιδικία, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
liikuvus, labiilsus, kohtualluvus, jurisdiktsioon, jurisdiktsiooni, kohtualluvuse, pädevus
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δωσιδικία
δωσιδικία λεξικό, δωσιδικία εργατικών διαφορών, δωσιδικία αδικοπραξίας, δωσιδικία δικηγόρων, δωσιδικία της συνάφειας, δωσιδικία λεξικό γλώσσας εσθονικά, δωσιδικία στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- δωροληψία στα εσθονικά - müüdavus, äraostetavus
- δωσίλογος στα εσθονικά - vastutav, aruandev, kollaborantide, kaastöötajate, koostööd tegevate, kaastöötajad, koostööpartnerid
- δόγμα στα εσθονικά - uskumus, tõekspidamine, õpetus, doktriin, doktriini, õpetust, õpetuse
- δόκιμος στα εσθονικά - õpipoiss, kadett, Cadet, kadeti, politseikadett
Τυχαίες λέξεις
Δωσιδικία στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: liikuvus, labiilsus, kohtualluvus, jurisdiktsioon, jurisdiktsiooni, kohtualluvuse, pädevus
Μεταφράσεις: liikuvus, labiilsus, kohtualluvus, jurisdiktsioon, jurisdiktsiooni, kohtualluvuse, pädevus