Δωσιδικία στα τσεχικά
Μετάφραση: δωσιδικία, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
závazek, povinnost, odpovědnost, jurisdikce, příslušnost, pravomoc, příslušnosti, jurisdikci
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δωσιδικία
δωσιδικία λεξικό, δωσιδικία εργατικών διαφορών, δωσιδικία αδικοπραξίας, δωσιδικία δικηγόρων, δωσιδικία της συνάφειας, δωσιδικία λεξικό γλώσσας τσεχικά, δωσιδικία στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- δωροληψία στα τσεχικά - korupce, prodejnost, podplatitelnost
- δωσίλογος στα τσεχικά - zodpovědný, odpovědný, spolupracovníci, spolupracovníky, spolupracovníků, spolupracovníkům, kolaboranti
- δόγμα στα τσεχικά - podstata, doktrína, zásada, princip, dogma, učení, nauka, ...
- δόκιμος στα τσεχικά - nováček, začátečník, učeň, učedník, kadet, Cadet, kadetem, ...
Τυχαίες λέξεις
Δωσιδικία στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: závazek, povinnost, odpovědnost, jurisdikce, příslušnost, pravomoc, příslušnosti, jurisdikci
Μεταφράσεις: závazek, povinnost, odpovědnost, jurisdikce, příslušnost, pravomoc, příslušnosti, jurisdikci