Δωσιδικία στα ισλανδικά
Μετάφραση: δωσιδικία, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
lögsögu, lögsaga, lögsagnarumdæmi, undir lögsögu
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δωσιδικία
δωσιδικία λεξικό, δωσιδικία εργατικών διαφορών, δωσιδικία αδικοπραξίας, δωσιδικία δικηγόρων, δωσιδικία της συνάφειας, δωσιδικία λεξικό γλώσσας ισλανδικά, δωσιδικία στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- δωροληψία στα ισλανδικά - venality
- δωσίλογος στα ισλανδικά - samstarfsaðilar, samstarfsmenn, samstarfsaðila, þátttakendum, samstarfsaðilum
- δόγμα στα ισλανδικά - kenningu, kenning, kenningar, Kenningin, kenninguna
- δόκιμος στα ισλανδικά - Cadet, vatnastrákur, Rookie
Τυχαίες λέξεις
Δωσιδικία στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: lögsögu, lögsaga, lögsagnarumdæmi, undir lögsögu
Μεταφράσεις: lögsögu, lögsaga, lögsagnarumdæmi, undir lögsögu