Δωσιδικία στα ισπανικά
Μετάφραση: δωσιδικία, Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
jurisdicción, competencia, la jurisdicción, competente, la competencia
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δωσιδικία
δωσιδικία λεξικό, δωσιδικία εργατικών διαφορών, δωσιδικία αδικοπραξίας, δωσιδικία δικηγόρων, δωσιδικία της συνάφειας, δωσιδικία λεξικό γλώσσας ισπανικά, δωσιδικία στα ισπανικά
Μεταφράσεις
- δωροληψία στα ισπανικά - venalidad, la venalidad, venality, corruptibilidad
- δωσίλογος στα ισπανικά - responsable, colaboradores, los colaboradores, colaboradores de, colaboradoras
- δόγμα στα ισπανικά - doctrina, la doctrina, doctrina de, doctrinas
- δόκιμος στα ισπανικά - novicio, aprendiz, cadete, Cadet, cadetes, de cadetes, cadete de
Τυχαίες λέξεις
Δωσιδικία στα ισπανικά - Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Μεταφράσεις: jurisdicción, competencia, la jurisdicción, competente, la competencia
Μεταφράσεις: jurisdicción, competencia, la jurisdicción, competente, la competencia