Δωσιδικία στα ουκρανικά
Μετάφραση: δωσιδικία, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
обов'язки, борги, пасиви, зобов'язання, юрисдикція, юрисдикцію
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δωσιδικία
δωσιδικία λεξικό, δωσιδικία εργατικών διαφορών, δωσιδικία αδικοπραξίας, δωσιδικία δικηγόρων, δωσιδικία της συνάφειας, δωσιδικία λεξικό γλώσσας ουκρανικά, δωσιδικία στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- δωροληψία στα ουκρανικά - продажність, запроданство
- δωσίλογος στα ουκρανικά - підзвітний, відповідальний, з'ясовний, співробітники, працівники, співробітників
- δόγμα στα ουκρανικά - догмат, вчення, навчання, учення
- δόκιμος στα ουκρανικά - учень, підмайстер, кадет, кадетів, кадете
Τυχαίες λέξεις
Δωσιδικία στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: обов'язки, борги, пасиви, зобов'язання, юрисдикція, юрисдикцію
Μεταφράσεις: обов'язки, борги, пасиви, зобов'язання, юрисдикція, юрисдикцію