Δωσιδικία στα δανικά
Μετάφραση: δωσιδικία, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
jurisdiktion, kompetence, retternes kompetence, kompetent
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δωσιδικία
δωσιδικία λεξικό, δωσιδικία εργατικών διαφορών, δωσιδικία αδικοπραξίας, δωσιδικία δικηγόρων, δωσιδικία της συνάφειας, δωσιδικία λεξικό γλώσσας δανικά, δωσιδικία στα δανικά
Μεταφράσεις
- δωροληψία στα δανικά - venality, bestikkelighed, gør bestikkelighed
- δωσίλογος στα δανικά - samarbejdspartnere, medarbejdere, kollaboratører, aktive brugere
- δόγμα στα δανικά - trossætning, dogme, doktrin, doktrinen, læren, Lære, lærdomme
- δόκιμος στα δανικά - lærling, cadet, kadet, kadetten, aspirant
Τυχαίες λέξεις
Δωσιδικία στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: jurisdiktion, kompetence, retternes kompetence, kompetent
Μεταφράσεις: jurisdiktion, kompetence, retternes kompetence, kompetent