Εγκαρτέρηση στα βουλγαρικά

Μετάφραση: εγκαρτέρηση, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
постоянство, упоритост, постоянството, неуморно постоянство, упорство
Εγκαρτέρηση στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εγκαρτέρηση

εγκαρτέρηση συνώνυμα, εγκαρτέρηση λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, εγκαρτέρηση στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • εγκαινιάζω στα βουλγαρικά - отворено, отворен, отворена, отворени, отварям, откривам, открие, ...
  • εγκαλώ στα βουλγαρικά - обвинявам, съди, да съди, призовавам на съд
  • εγκατάλειψη στα βουλγαρικά - изоставяне, изоставянето, изоставянето на, отказ, изоставяне на
  • εγκατάσταση στα βουλγαρικά - установка, монтаж, инсталация, инсталиране, инсталацията, инсталирането
Τυχαίες λέξεις
Εγκαρτέρηση στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: постоянство, упоритост, постоянството, неуморно постоянство, упорство