Εγκαρτέρηση στα δανικά
Μετάφραση: εγκαρτέρηση, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
udholdenhed, vedholdenhed, ihærdighed, vedholdende
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εγκαρτέρηση
εγκαρτέρηση συνώνυμα, εγκαρτέρηση λεξικό γλώσσας δανικά, εγκαρτέρηση στα δανικά
Μεταφράσεις
- εγκαινιάζω στα δανικά - åbne, indvie, indlede, indvier, at indvie, indvielsen
- εγκαλώ στα δανικά - indklage
- εγκατάλειψη στα δανικά - opgivelse, nedlæggelse, opgives, henkastning, ophør
- εγκατάσταση στα δανικά - installation, installationen, anlæg, montering, anlægget
Τυχαίες λέξεις
Εγκαρτέρηση στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: udholdenhed, vedholdenhed, ihærdighed, vedholdende
Μεταφράσεις: udholdenhed, vedholdenhed, ihærdighed, vedholdende