Εγκαρτέρηση στα ουγγρικά
Μετάφραση: εγκαρτέρηση, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
lemondólevél, kitartás, kitartást, a kitartás, kitartással, állhatatosság
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εγκαρτέρηση
εγκαρτέρηση συνώνυμα, εγκαρτέρηση λεξικό γλώσσας ουγγρικά, εγκαρτέρηση στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- εγκαινιάζω στα ουγγρικά - beiktat, leleplez, felavassa, felavat, beiktassa
- εγκαλώ στα ουγγρικά - vádat emel, bevádol, állíthatják
- εγκατάλειψη στα ουγγρικά - átengedés, lemondás, elhagyása, magára, felhagyás, elhagyását
- εγκατάσταση στα ουγγρικά - telepítés, telepítési, telepítése, telepítést, szerelési
Τυχαίες λέξεις
Εγκαρτέρηση στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: lemondólevél, kitartás, kitartást, a kitartás, kitartással, állhatatosság
Μεταφράσεις: lemondólevél, kitartás, kitartást, a kitartás, kitartással, állhatatosság