Εγκαρτέρηση στα σουηδικά
Μετάφραση: εγκαρτέρηση, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
avskedsansökan, uthållighet, ihärdighet, perseverance, ståndaktighet, uthållighet för
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εγκαρτέρηση
εγκαρτέρηση συνώνυμα, εγκαρτέρηση λεξικό γλώσσας σουηδικά, εγκαρτέρηση στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- εγκαινιάζω στα σουηδικά - öppen, öppna, inviga, inviger, inleda, att inviga, invigde
- εγκαλώ στα σουηδικά - åtala, arraign
- εγκατάλειψη στα σουηδικά - nedläggning, överges, givande, övergivande, överge
- εγκατάσταση στα σουηδικά - installation, installationen, installations, montering, anläggning
Τυχαίες λέξεις
Εγκαρτέρηση στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: avskedsansökan, uthållighet, ihärdighet, perseverance, ståndaktighet, uthållighet för
Μεταφράσεις: avskedsansökan, uthållighet, ihärdighet, perseverance, ståndaktighet, uthållighet för