Εγκαρτέρηση στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: εγκαρτέρηση, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
упорност, истрајност, истрајноста, упорноста, издржливост
Εγκαρτέρηση στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εγκαρτέρηση

εγκαρτέρηση συνώνυμα, εγκαρτέρηση λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, εγκαρτέρηση στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • εγκαινιάζω στα σλαβομακεδονικά - инаугурира, инаугурираат, се инаугурира, го инаугурира, свечено
  • εγκαλώ στα σλαβομακεδονικά - да отворат постапка, отворат постапка, отворат, да отворат постапка против, отворат постапка против
  • εγκατάλειψη στα σλαβομακεδονικά - напуштање, напуштеност, напуштањето, отстапување, напуштање на
  • εγκατάσταση στα σλαβομακεδονικά - инсталација, монтажа, инсталацијата, инсталирање, поставување
Τυχαίες λέξεις
Εγκαρτέρηση στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: упорност, истрајност, истрајноста, упорноста, издржливост