Εισβάλλω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: εισβάλλω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
нахлувам, нахлуе, нападне, нахлуе в, нахлуват
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εισβάλλω
συμβάλλω συνωνυμα, αναβάλλω αγγλικα, επιβάλλω κλίση, εισβάλλω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, εισβάλλω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- εισαγωγή στα βουλγαρικά - въведение, въвеждане, въвеждането, Увод, внедряване
- εισαγωγικός στα βουλγαρικά - уводен, встъпителен, уводна, встъпителна, уводни
- εισβολέας στα βουλγαρικά - заварчик, хакер, нападател, атакуващият, нападателя, нападателят
- εισβολή στα βουλγαρικά - инвазия, нашествие, нахлуване, инвазията, нахлуването
Τυχαίες λέξεις
Εισβάλλω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: нахлувам, нахлуе, нападне, нахлуе в, нахлуват
Μεταφράσεις: нахлувам, нахлуе, нападне, нахлуе в, нахлуват