Εισβάλλω στα ουκρανικά
Μετάφραση: εισβάλλω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
непотрібність, вторгатися, втручатися, втручатись, вдиратися, вторгатиметься
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εισβάλλω
συμβάλλω συνωνυμα, αναβάλλω αγγλικα, επιβάλλω κλίση, εισβάλλω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, εισβάλλω στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- εισαγωγή στα ουκρανικά - утягувати, садовити, уводити, вводити, представлення, оселяти, введення, ...
- εισαγωγικός στα ουκρανικά - вступи, вступний, ввідний, увідний
- εισβολέας στα ουκρανικά - рейд, вторгається, вторгатися, наліт, атакуючий, атакувальний, атакує, ...
- εισβολή στα ουκρανικά - інваріант, вторгнення
Τυχαίες λέξεις
Εισβάλλω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: непотрібність, вторгатися, втручатися, втручатись, вдиратися, вторгатиметься
Μεταφράσεις: непотрібність, вторгатися, втручатися, втручатись, вдиратися, вторгатиметься