Εισβάλλω στα ισλανδικά

Μετάφραση: εισβάλλω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ráðast, ráðast inn, ráðast inn í, að ráðast inn, innrás
Εισβάλλω στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εισβάλλω

συμβάλλω συνωνυμα, αναβάλλω αγγλικα, επιβάλλω κλίση, εισβάλλω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, εισβάλλω στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • εισαγωγή στα ισλανδικά - kynning, Innleiðing, innleiðingu, tilkomu, inngangi
  • εισαγωγικός στα ισλανδικά - inngangs, Inngangsnámskeið, Inngangur, Kynningarfundur, inngangsmálsgreinarinnar
  • εισβολέας στα ισλανδικά - árásarmaður, er árásarmaður
  • εισβολή στα ισλανδικά - innrás, innrásina, Invasion, Innrásin, innrásar
Τυχαίες λέξεις
Εισβάλλω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: ráðast, ráðast inn, ráðast inn í, að ráðast inn, innrás