Εισβάλλω στα σλοβενικά
Μετάφραση: εισβάλλω, Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
invazijo, napadejo, napadel, vdor, zavzemanja
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εισβάλλω
συμβάλλω συνωνυμα, αναβάλλω αγγλικα, επιβάλλω κλίση, εισβάλλω λεξικό γλώσσας σλοβενικά, εισβάλλω στα σλοβενικά
Μεταφράσεις
- εισαγωγή στα σλοβενικά - úvod, uvedení, uvod, uvedba, uvajanje, uvedbo, vnos
- εισαγωγικός στα σλοβενικά - úvodní, uvodni, uvodno, uvodne, uvodna
- εισβολέας στα σλοβενικά - jezdec, nájezdník, napadalec, napadalcu, napadalca, napadalci
- εισβολή στα σλοβενικά - vpád, invasion, invazija, invazije, invazijo, vdor
Τυχαίες λέξεις
Εισβάλλω στα σλοβενικά - Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Μεταφράσεις: invazijo, napadejo, napadel, vdor, zavzemanja
Μεταφράσεις: invazijo, napadejo, napadel, vdor, zavzemanja