Εισβάλλω στα νορβηγικά
Μετάφραση: εισβάλλω, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
invadere, invaderer, å invadere, trenge
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εισβάλλω
συμβάλλω συνωνυμα, αναβάλλω αγγλικα, επιβάλλω κλίση, εισβάλλω λεξικό γλώσσας νορβηγικά, εισβάλλω στα νορβηγικά
Μεταφράσεις
- εισαγωγή στα νορβηγικά - innledning, introduksjon, innføring, innføringen, introduksjonen
- εισαγωγικός στα νορβηγικά - innledende, introduksjons, innførings, Kabel, innlednings
- εισβολέας στα νορβηγικά - angriper, angriperen, angripe, inntre
- εισβολή στα νορβηγικά - invasjon, innfall, invasjonen, invasjons
Τυχαίες λέξεις
Εισβάλλω στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: invadere, invaderer, å invadere, trenge
Μεταφράσεις: invadere, invaderer, å invadere, trenge