Εισβάλλω στα σουηδικά

Μετάφραση: εισβάλλω, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
invadera, invaderar, att invadera, invaderade, tränga
Εισβάλλω στα σουηδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εισβάλλω

συμβάλλω συνωνυμα, αναβάλλω αγγλικα, επιβάλλω κλίση, εισβάλλω λεξικό γλώσσας σουηδικά, εισβάλλω στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • εισαγωγή στα σουηδικά - inledning, rekommendation, introduktion, införandet, införande, införa, inledn
  • εισαγωγικός στα σουηδικά - inledande, inledn, inlednings, introduktions, inledningen
  • εισβολέας στα σουηδικά - angripare, angriparen, angripa, anfallaren, attackerare
  • εισβολή στα σουηδικά - invasion, invasionen, intrång, invasions
Τυχαίες λέξεις
Εισβάλλω στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: invadera, invaderar, att invadera, invaderade, tränga