Εισβάλλω στα λευκορωσικά

Μετάφραση: εισβάλλω, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ўрывацца, урывацца, ўмешвацца
Εισβάλλω στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εισβάλλω

συμβάλλω συνωνυμα, αναβάλλω αγγλικα, επιβάλλω κλίση, εισβάλλω λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, εισβάλλω στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • εισαγωγή στα λευκορωσικά - ўвядзенне, увядзенне, ўводзіны, уводзіны, ўвядзеньне
  • εισαγωγικός στα λευκορωσικά - ўводны, уступны, ўступны, уводны, • уступны
  • εισβολέας στα λευκορωσικά - атакуючы, атакавалы, атакавальны
  • εισβολή στα λευκορωσικά - ўварванне, уварванне, ўварваньне
Τυχαίες λέξεις
Εισβάλλω στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: ўрывацца, урывацца, ўмешвацца