Εκτρέπω στα βουλγαρικά

Μετάφραση: εκτρέπω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
отклони, отклоняване, отклонят, пренасочване, отклоняване на
Εκτρέπω στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εκτρέπω

εκτρέφω συνώνυμα, εκτρέπω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, εκτρέπω στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • εκτοπίζω στα βουλγαρικά - разпокъсвам, обърквам, измествам, разглобявам, размествам
  • εκτρέπομαι στα βουλγαρικά - отклонявам се, отделям се, отделям, отклоня, се отклоня
  • εκτροφέας στα βουλγαρικά - развъдчик, селекционер, Родено, селекционера, Родено при
  • εκτόνωση στα βουλγαρικά - облекчение, релеф, освобождаване, облекчаване, облекчения
Τυχαίες λέξεις
Εκτρέπω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: отклони, отклоняване, отклонят, пренасочване, отклоняване на