Εκτρέπω στα σουηδικά

Μετάφραση: εκτρέπω, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
avleda, vidarekoppla, vidare, styra, Koppla
Εκτρέπω στα σουηδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εκτρέπω

εκτρέφω συνώνυμα, εκτρέπω λεξικό γλώσσας σουηδικά, εκτρέπω στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • εκτοπίζω στα σουηδικά - ersätta, rubba, flytta ut, ur led, rubba ur dess läge
  • εκτρέπομαι στα σουηδικά - utvikning, avvika, göra en utvikning, en utvikning, avstickare
  • εκτροφέας στα σουηδικά - uppfödare, uppfödaren, uppfödares, förädlaren, förädlar
  • εκτόνωση στα σουηδικά - lättnad, hjälp, understöd, avkoppling, bistånd, lindring, befrielse, ...
Τυχαίες λέξεις
Εκτρέπω στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: avleda, vidarekoppla, vidare, styra, Koppla