Εκτρέπω στα ιταλικά

Μετάφραση: εκτρέπω, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
deflettere, deviare, distogliere, sviare, dirottare
Εκτρέπω στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εκτρέπω

εκτρέφω συνώνυμα, εκτρέπω λεξικό γλώσσας ιταλικά, εκτρέπω στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • εκτοπίζω στα ιταλικά - rimpiazzare, sostituire, deportare, slogare, dislocare, dislocate, spostare, ...
  • εκτρέπομαι στα ιταλικά - declinare, divagare, digressione, una digressione, divagando, divaghiamo
  • εκτροφέας στα ιταλικά - allevatore, costitutore, selezionatore, allevatore di, allevatrice
  • εκτόνωση στα ιταλικά - sollievo, risalto, rilievo, rilassamento, soccorso, sussidio, distensione, ...
Τυχαίες λέξεις
Εκτρέπω στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: deflettere, deviare, distogliere, sviare, dirottare