Εκτρέπω στα λευκορωσικά
Μετάφραση: εκτρέπω, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
адцягваць, адцягваць увагу, адрываць
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εκτρέπω
εκτρέφω συνώνυμα, εκτρέπω λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, εκτρέπω στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- εκτοπίζω στα λευκορωσικά - вывіхнуць, падвярнуць
- εκτρέπομαι στα λευκορωσικά - адцягвацца, адцягваць увагу, адхіляцца, зважаць
- εκτροφέας στα λευκορωσικά - вытворца, вытворчасці, на вытворчасці
- εκτόνωση στα λευκορωσικά - рэльеф
Τυχαίες λέξεις
Εκτρέπω στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: адцягваць, адцягваць увагу, адрываць
Μεταφράσεις: адцягваць, адцягваць увагу, адрываць