Εκτρέπω στα λετονικά

Μετάφραση: εκτρέπω, Λεξικό: ελληνικά » λετονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λετονικά
Μεταφράσεις:
novirzīt, pāradresētu, pāradresēt, novirzītu, novērst
Εκτρέπω στα λετονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εκτρέπω

εκτρέφω συνώνυμα, εκτρέπω λεξικό γλώσσας λετονικά, εκτρέπω στα λετονικά

Μεταφράσεις

  • εκτοπίζω στα λετονικά - pārcelt, traucēt, izmežģīt
  • εκτρέπομαι στα λετονικά - novirzīties, mazliet novirzīties
  • εκτροφέας στα λετονικά - audzētājs, selekcionārs, selekcionāra, audzētāja, selekcionāram
  • εκτόνωση στα λετονικά - reljefs, pabalsts, miers, palīdzība, atpūta, atvieglojums, atbrīvojumu, ...
Τυχαίες λέξεις
Εκτρέπω στα λετονικά - Λεξικό: ελληνικά » λετονικά
Μεταφράσεις: novirzīt, pāradresētu, pāradresēt, novirzītu, novērst