Εκτρέπω στα τσεχικά

Μετάφραση: εκτρέπω, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
odvrátit, odklonit, odchýlit, odvést, přesměrování, přesměrovat
Εκτρέπω στα τσεχικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εκτρέπω

εκτρέφω συνώνυμα, εκτρέπω λεξικό γλώσσας τσεχικά, εκτρέπω στα τσεχικά

Μεταφράσεις

  • εκτοπίζω στα τσεχικά - deportovat, vytlačit, nahradit, vyměnit, přesunout, vykloubit, narušit, ...
  • εκτρέπομαι στα τσεχικά - odklánět, uchýlit, odbočit, odklonit, odchýlit, odbočil, odbocil, ...
  • εκτροφέας στα τσεχικά - pěstitel, chovatel, chovatelka, šlechtitel, chovatele, breeder
  • εκτόνωση στα τσεχικά - reliéf, pomoc, podpora, útěcha, ulehčení, uvolnění, ochabování, ...
Τυχαίες λέξεις
Εκτρέπω στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: odvrátit, odklonit, odchýlit, odvést, přesměrování, přesměrovat