Εκτρέπω στα τούρκικα

Μετάφραση: εκτρέπω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yönlendirmek, aktarmak, aktarma, yönlendirme, yönlendirir
Εκτρέπω στα τούρκικα
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εκτρέπω

εκτρέφω συνώνυμα, εκτρέπω λεξικό γλώσσας τούρκικα, εκτρέπω στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • εκτοπίζω στα τούρκικα - çıkarmak, disloke, dislocate, da altüst etmektedir, bozmak
  • εκτρέπομαι στα τούρκικα - sapmak, konuyu dağıtmak, geride kalabilir, ayrılırız, digress
  • εκτροφέας στα τούρκικα - hayvan yetiştiricisi, üretici, damızlık, üreyen, yetiştiricisi
  • εκτόνωση στα τούρκικα - istirahat, dinlenme, yardım, kabartma, rahatlama, bir rahatlama, rölyef
Τυχαίες λέξεις
Εκτρέπω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: yönlendirmek, aktarmak, aktarma, yönlendirme, yönlendirir