Εκτρέπω στα ουκρανικά

Μετάφραση: εκτρέπω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
відхиліться, відволікати, відволікатиме, відвертати, відволікатимуть
Εκτρέπω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εκτρέπω

εκτρέφω συνώνυμα, εκτρέπω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, εκτρέπω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • εκτοπίζω στα ουκρανικά - депорт, зміщати, заміняти, вислати, зашліть, вивихнути
  • εκτρέπομαι στα ουκρανικά - відхилитися, відволікатися, відволікатись
  • εκτροφέας στα ουκρανικά - виробник
  • εκτόνωση στα ουκρανικά - слабшати, земля, слабнути, рельєф
Τυχαίες λέξεις
Εκτρέπω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: відхиліться, відволікати, відволікатиме, відвертати, відволікатимуть