Εκτρέπω στα δανικά

Μετάφραση: εκτρέπω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
aflede, omstille, omdirigere, viderestille, lede
Εκτρέπω στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εκτρέπω

εκτρέφω συνώνυμα, εκτρέπω λεξικό γλώσσας δανικά, εκτρέπω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • εκτοπίζω στα δανικά - forskubbe, forskyde, forrykke, splitte, dislokere
  • εκτρέπομαι στα δανικά - sidespring, selvfølgelig lidt abstrakt, er selvfølgelig lidt abstrakt, et sidespring, sidebemærkning
  • εκτροφέας στα δανικά - opdrætter, opdrætters, forædleren, opdrætteren, forædlerens
  • εκτόνωση στα δανικά - relief, lindring, lettelse, fritagelse, forholdsregler
Τυχαίες λέξεις
Εκτρέπω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: aflede, omstille, omdirigere, viderestille, lede