Εμφυσώ στα βουλγαρικά
Μετάφραση: εμφυσώ, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
налагам, насажда, се насажда, внедрявам, насаждам
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εμφυσώ
εμφυσώ συνώνυμα, εμφυσώ συνώνυμο, εμφυσώ μετάφραση, εμφυσώ βικιλεξικο, εμφυσώ λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, εμφυσώ στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- εμφατικός στα βουλγαρικά - категоричен, категорично, подчертано, недвусмислен
- εμφιαλώνω στα βουλγαρικά - бутилка, бутилки, шишета, бутилките, бутилки за
- εμφυτεύω στα βουλγαρικά - семе, внушаха, сперма, имплантация, имплант, имплантант, импланта, ...
- εμψυχώνω στα βουλγαρικά - обновявам, съживява, съживяване, съживяват, реанимира
Τυχαίες λέξεις
Εμφυσώ στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: налагам, насажда, се насажда, внедрявам, насаждам
Μεταφράσεις: налагам, насажда, се насажда, внедрявам, насаждам