Εμφυσώ στα ουκρανικά
Μετάφραση: εμφυσώ, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вступний, початковий, прищеплювати, щепити, прививати, щеплювати, щеплення
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εμφυσώ
εμφυσώ συνώνυμα, εμφυσώ συνώνυμο, εμφυσώ μετάφραση, εμφυσώ βικιλεξικο, εμφυσώ λεξικό γλώσσας ουκρανικά, εμφυσώ στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- εμφατικός στα ουκρανικά - підкреслений, наполегливий, промовистий, виразний, виразну, виразніший, виразна
- εμφιαλώνω στα ουκρανικά - флакон, сулія, пляшка, вино, ріжок, віно, консервування, ...
- εμφυτεύω στα ουκρανικά - посіяти, непримиримий, насіння, невблаганний, непримиренний, імплантат
- εμψυχώνω στα ουκρανικά - надихніть, оживляти, оживити, реанімувати
Τυχαίες λέξεις
Εμφυσώ στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: вступний, початковий, прищеплювати, щепити, прививати, щеплювати, щеплення
Μεταφράσεις: вступний, початковий, прищеплювати, щепити, прививати, щеплювати, щеплення