Εμφυσώ στα κροατικά
Μετάφραση: εμφυσώ, Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ubrizgati, utuviti, uliti, uliti u glavu, usaditi, usađivanje
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εμφυσώ
εμφυσώ συνώνυμα, εμφυσώ συνώνυμο, εμφυσώ μετάφραση, εμφυσώ βικιλεξικο, εμφυσώ λεξικό γλώσσας κροατικά, εμφυσώ στα κροατικά
Μεταφράσεις
- εμφατικός στα κροατικά - nedvosmislen, naglašen, emphatic, naglašeno, naglašena
- εμφιαλώνω στα κροατικά - boca, flaša, boce, bočice, bocama, bočica
- εμφυτεύω στα κροατικά - očistiti, zrno, klica, zasijati, usaditi, utisnuti, posaditi, ...
- εμψυχώνω στα κροατικά - oživiti, pokrenuti, reanimirati, oživjeti, reanimiraju, obodriti
Τυχαίες λέξεις
Εμφυσώ στα κροατικά - Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Μεταφράσεις: ubrizgati, utuviti, uliti, uliti u glavu, usaditi, usađivanje
Μεταφράσεις: ubrizgati, utuviti, uliti, uliti u glavu, usaditi, usađivanje