Εμφυσώ στα λευκορωσικά

Μετάφραση: εμφυσώ, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
прывіваць, прышчапляць, прышчэпліваць
Εμφυσώ στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εμφυσώ

εμφυσώ συνώνυμα, εμφυσώ συνώνυμο, εμφυσώ μετάφραση, εμφυσώ βικιλεξικο, εμφυσώ λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, εμφυσώ στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • εμφατικός στα λευκορωσικά - выразны, выразнае, выразная
  • εμφιαλώνω στα λευκορωσικά - пляшка, бутэлькі, пляшкі
  • εμφυτεύω στα λευκορωσικά - зярно, семя, імплантат
  • εμψυχώνω στα λευκορωσικά - рэанімаваць, рэаніміраваць
Τυχαίες λέξεις
Εμφυσώ στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: прывіваць, прышчапляць, прышчэпліваць