Εξαναγκασμός στα βουλγαρικά
Μετάφραση: εξαναγκασμός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
принуждение, принуда, насилие, принудата, принуждаване
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εξαναγκασμός
εξαναγκασμός σε οικειοθελή αποχώρηση, ψυχολογικός εξαναγκασμός, εξαναγκασμός σημασια, εξαναγκασμός σε απόλυση, εξαναγκασμός σε παραίτηση, εξαναγκασμός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, εξαναγκασμός στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- εξαλείφω στα βουλγαρικά - заличавам, изтривам, заличи, изличи, се заличи
- εξαναγκάζω στα βουλγαρικά - насилие, сила, делата, сплашвам, съборят, разчиствам с булдозер, проправям си път със сила
- εξαντλημένος στα βουλγαρικά - изтощен, изчерпани, изчерпана, изчерпване, изчерпан
- εξαντλώ στα βουλγαρικά - шина, ауспух, изпускателен, изпускателната, отработили, отработилите
Τυχαίες λέξεις
Εξαναγκασμός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: принуждение, принуда, насилие, принудата, принуждаване
Μεταφράσεις: принуждение, принуда, насилие, принудата, принуждаване