Εξαναγκασμός στα τούρκικα

Μετάφραση: εξαναγκασμός, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
cebir, sınırlama, zorlama, baskı, coercion, zorlanmasını, zorlamaya
Εξαναγκασμός στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εξαναγκασμός

εξαναγκασμός σε οικειοθελή αποχώρηση, ψυχολογικός εξαναγκασμός, εξαναγκασμός σημασια, εξαναγκασμός σε απόλυση, εξαναγκασμός σε παραίτηση, εξαναγκασμός λεξικό γλώσσας τούρκικα, εξαναγκασμός στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • εξαλείφω στα τούρκικα - silmek, unutturmak, unutturur, efface, yok etmek
  • εξαναγκάζω στα τούρκικα - ulaşmak, zorlamak, uzatmak, itmek, tesir, erişmek, yaratmak, ...
  • εξαντλημένος στα τούρκικα - yorgun, bıkkın, bitkin, tükenmiş, tükendi, Tükenene
  • εξαντλώ στα τούρκικα - egzoz, egzos, egzost, atık
Τυχαίες λέξεις
Εξαναγκασμός στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: cebir, sınırlama, zorlama, baskı, coercion, zorlanmasını, zorlamaya