Εξαναγκασμός στα λευκορωσικά
Μετάφραση: εξαναγκασμός, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
прымус, прымушэнне
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εξαναγκασμός
εξαναγκασμός σε οικειοθελή αποχώρηση, ψυχολογικός εξαναγκασμός, εξαναγκασμός σημασια, εξαναγκασμός σε απόλυση, εξαναγκασμός σε παραίτηση, εξαναγκασμός λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, εξαναγκασμός στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- εξαλείφω στα λευκορωσικά - сціраць, мыць, праць, лугаваць
- εξαναγκάζω στα λευκορωσικά - рабiць, цягнуць, адбыцца, прыстань, штурхаць, прынасiць, прыходзiць, ...
- εξαντλημένος στα λευκορωσικά - змораны, змучаны, спакутаваны, стомлены, вымучаны, засмучаны
- εξαντλώ στα λευκορωσικά - выпускны, выпускной, выпускная
Τυχαίες λέξεις
Εξαναγκασμός στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: прымус, прымушэнне
Μεταφράσεις: прымус, прымушэнне