Εξαναγκασμός στα λιθουανικά
Μετάφραση: εξαναγκασμός, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
prievarta, vertimas, prievartos, prievartą, pat prievarta
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εξαναγκασμός
εξαναγκασμός σε οικειοθελή αποχώρηση, ψυχολογικός εξαναγκασμός, εξαναγκασμός σημασια, εξαναγκασμός σε απόλυση, εξαναγκασμός σε παραίτηση, εξαναγκασμός λεξικό γλώσσας λιθουανικά, εξαναγκασμός στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- εξαλείφω στα λιθουανικά - išbraukti, Vengiama, likti nepastebimam, Pranoksta, Efface
- εξαναγκάζω στα λιθουανικά - spausti, gaminti, spirti, statyti, jėga, fasonas, smurtas, ...
- εξαντλημένος στα λιθουανικά - išsekęs, išnaudotos, išnaudota, išnaudojo, išnaudotas
- εξαντλώ στα λιθουανικά - sula, išmetamosios dujos, išmetamųjų, išmetimo, išmetamųjų dujų, dujų išmetimo
Τυχαίες λέξεις
Εξαναγκασμός στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: prievarta, vertimas, prievartos, prievartą, pat prievarta
Μεταφράσεις: prievarta, vertimas, prievartos, prievartą, pat prievarta