Εξαναγκασμός στα δανικά
Μετάφραση: εξαναγκασμός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
tvang, tvangsmidler, tvangsforanstaltninger
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εξαναγκασμός
εξαναγκασμός σε οικειοθελή αποχώρηση, ψυχολογικός εξαναγκασμός, εξαναγκασμός σημασια, εξαναγκασμός σε απόλυση, εξαναγκασμός σε παραίτηση, εξαναγκασμός λεξικό γλώσσας δανικά, εξαναγκασμός στα δανικά
Μεταφράσεις
- εξαλείφω στα δανικά - udslette, udviske, viske, Udslet, udsletter
- εξαναγκάζω στα δανικά - kraft, styrke, tvinge, konstruere, producere, voldsomhed, planere, ...
- εξαντλημένος στα δανικά - opbrugt, udtømt, udmattet, udmattede
- εξαντλώ στα δανικά - saft, udstødning, udstødningsgas, udstødningen, udstødningssystem, udstødningssystemet
Τυχαίες λέξεις
Εξαναγκασμός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: tvang, tvangsmidler, tvangsforanstaltninger
Μεταφράσεις: tvang, tvangsmidler, tvangsforanstaltninger