Εξαναγκασμός στα ισλανδικά
Μετάφραση: εξαναγκασμός, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
þvingunum, þvingun
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εξαναγκασμός
εξαναγκασμός σε οικειοθελή αποχώρηση, ψυχολογικός εξαναγκασμός, εξαναγκασμός σημασια, εξαναγκασμός σε απόλυση, εξαναγκασμός σε παραίτηση, εξαναγκασμός λεξικό γλώσσας ισλανδικά, εξαναγκασμός στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- εξαλείφω στα ισλανδικά - efface
- εξαναγκάζω στα ισλανδικά - gera, búa, afl, gerð, bulldoze
- εξαντλημένος στα ισλανδικά - búinn, klárast, endast, árangurslausar, tæmdar
- εξαντλώ στα ισλανδικά - útblástur, útblásturskerfi, útblásturslofts, pústkerfi, útblásturs
Τυχαίες λέξεις
Εξαναγκασμός στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: þvingunum, þvingun
Μεταφράσεις: þvingunum, þvingun