Εξαναγκασμός στα εσθονικά

Μετάφραση: εξαναγκασμός, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kitsendus, sundimine, sundus, sunni, sundi, sundimise, sunduse
Εξαναγκασμός στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εξαναγκασμός

εξαναγκασμός σε οικειοθελή αποχώρηση, ψυχολογικός εξαναγκασμός, εξαναγκασμός σημασια, εξαναγκασμός σε απόλυση, εξαναγκασμός σε παραίτηση, εξαναγκασμός λεξικό γλώσσας εσθονικά, εξαναγκασμός στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • εξαλείφω στα εσθονικά - kõrvaldama, välistama, elimineerima, kustutama, olematuks, Taganeda, Hävitada, ...
  • εξαναγκάζω στα εσθονικά - tegema, panema, kohustama, sundima, vägi, buldooseriga tasandama, Sundida, ...
  • εξαντλημένος στα εσθονικά - ammenduvad, ammendatud, ammendanud, ammendunud, ammendumiseni
  • εξαντλώ στα εσθονικά - rehv, väljalasketoru, heitgaasi, heitgaaside, heitgaasisüsteemi, heitgaasis
Τυχαίες λέξεις
Εξαναγκασμός στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: kitsendus, sundimine, sundus, sunni, sundi, sundimise, sunduse