Εξαναγκασμός στα φινλανδικά

Μετάφραση: εξαναγκασμός, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pakottaminen, pakko, komento, väkipakko, rajoite, määräys, velvollisuus, pakottamista, pakottamisen, pakkoa
Εξαναγκασμός στα φινλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εξαναγκασμός

εξαναγκασμός σε οικειοθελή αποχώρηση, ψυχολογικός εξαναγκασμός, εξαναγκασμός σημασια, εξαναγκασμός σε απόλυση, εξαναγκασμός σε παραίτηση, εξαναγκασμός λεξικό γλώσσας φινλανδικά, εξαναγκασμός στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • εξαλείφω στα φινλανδικά - tuhota, kitkeä, poistaa, pyyhkiä, tappaa, karsia, kukistaa, ...
  • εξαναγκάζω στα φινλανδικά - johtaa, rajuus, vaatia, säätää, perustaa, luoda, pakottaa, ...
  • εξαντλημένος στα φινλανδικά - kyllästyttää, voipua, tympäistä, tympäännyttää, väsynyt, uupunut, loppuun, ...
  • εξαντλώ στα φινλανδικά - mehu, uuvuttaa, päällyskumi, väsyä, pihka, rengas, mahla, ...
Τυχαίες λέξεις
Εξαναγκασμός στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: pakottaminen, pakko, komento, väkipakko, rajoite, määräys, velvollisuus, pakottamista, pakottamisen, pakkoa