Εξαναγκασμός στα σουηδικά

Μετάφραση: εξαναγκασμός, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tvång, tvångs, tvångsmedel, påtryckningar, tvånget
Εξαναγκασμός στα σουηδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εξαναγκασμός

εξαναγκασμός σε οικειοθελή αποχώρηση, ψυχολογικός εξαναγκασμός, εξαναγκασμός σημασια, εξαναγκασμός σε απόλυση, εξαναγκασμός σε παραίτηση, εξαναγκασμός λεξικό γλώσσας σουηδικά, εξαναγκασμός στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • εξαλείφω στα σουηδικά - utplåna, utplånar, helt utplåna
  • εξαναγκάζω στα σουηδικά - räcka, tillverka, kraft, tvinga, alstra, våld, komponera, ...
  • εξαντλημένος στα σουηδικά - trött, trötta, utmattad, uttömd, uttömt, uttömda, uttömts
  • εξαντλώ στα σουηδικά - tröttna, trötta, saft, avgasrör, avgas, avgaser, avgaserna, ...
Τυχαίες λέξεις
Εξαναγκασμός στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: tvång, tvångs, tvångsmedel, påtryckningar, tvånget