Εξαναγκασμός στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: εξαναγκασμός, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
принуда, присила, присилување, присилба, принудата
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εξαναγκασμός
εξαναγκασμός σε οικειοθελή αποχώρηση, ψυχολογικός εξαναγκασμός, εξαναγκασμός σημασια, εξαναγκασμός σε απόλυση, εξαναγκασμός σε παραίτηση, εξαναγκασμός λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, εξαναγκασμός στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- εξαλείφω στα σλαβομακεδονικά - лечење, избрише
- εξαναγκάζω στα σλαβομακεδονικά - силата, насилството, сплашвам
- εξαντλημένος στα σλαβομακεδονικά - исцрпени, исцрпен, исцрпена, исцрпат, исцрпи
- εξαντλώ στα σλαβομακεδονικά - издувни гасови, издувните, издувните гасови, издувни, издувниот
Τυχαίες λέξεις
Εξαναγκασμός στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: принуда, присила, присилување, присилба, принудата
Μεταφράσεις: принуда, присила, присилување, присилба, принудата