Ευκατάστατος στα βουλγαρικά

Μετάφραση: ευκατάστατος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
заможен, заможни, заможните
Ευκατάστατος στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ευκατάστατος

ευκατάστατος συνώνυμο, ευκατάστατος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ευκατάστατος στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • ευκαιρία στα βουλγαρικά - случай, възможност, възможности, възможността, възможност за
  • ευκαμψία στα βουλγαρικά - гъвкавост, гъвкавостта, на гъвкавост, за гъвкавост
  • ευκολία στα βουλγαρικά - лекота, улесни, облекчи, облекчаване, се улесни
  • ευκολόπιστος στα βουλγαρικά - efkolopistos
Τυχαίες λέξεις
Ευκατάστατος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: заможен, заможни, заможните