Ευκατάστατος στα πορτογαλικά

Μετάφραση: ευκατάστατος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
rico, riqueza, haver, bem fora, abastados, bem de vida, bem de, boa situação
Ευκατάστατος στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ευκατάστατος

ευκατάστατος συνώνυμο, ευκατάστατος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ευκατάστατος στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • ευκαιρία στα πορτογαλικά - ensejo, acontecimento, possibilidade, ocorrência, oportunidade, oportunidades, oportunidade de, ...
  • ευκαμψία στα πορτογαλικά - flexibilidade, a flexibilidade, de flexibilidade, flexibilidade de
  • ευκολία στα πορτογαλικά - facilidade, aliviar, facilitar, aliviar a, a aliviar
  • ευκολόπιστος στα πορτογαλικά - efkolopistos
Τυχαίες λέξεις
Ευκατάστατος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: rico, riqueza, haver, bem fora, abastados, bem de vida, bem de, boa situação