Ιερόδουλη στα βουλγαρικά
Μετάφραση: ιερόδουλη, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
проститутка, блудница, проституират, проституция
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ιερόδουλη
ιερόδουλη με aids, ιερόδουλη ετυμολογία, ιερόδουλη οροθετική, ιερόδουλη λεξικό, ιερόδουλη με, ιερόδουλη λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ιερόδουλη στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- ιεροεξεταστής στα βουλγαρικά - инквизитор, Инквизитора, следовател, инквизиторе, мъчител
- ιεροκήρυκας στα βουλγαρικά - проповедник, проповедника, проповедник на, свещеник
- ιερός στα βουλγαρικά - свещен, свещено, свещена, свещената, свещения
- ιερότητα στα βουλγαρικά - святост, сакралност, свещеност, светостта, сакралността
Τυχαίες λέξεις
Ιερόδουλη στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: проститутка, блудница, проституират, проституция
Μεταφράσεις: проститутка, блудница, проституират, проституция